Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Ο Απόστολος Παύλος του Ζίζεκ



Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο Politics and perversion: Situating Zizeks Paul του Adam Kotsko. O Kotsko είναι συγγραφέας του βιβλίου Zizek and theology

Ο Μπαντιού στο βιβλίο Saint Paul : The foundation of universalism υποστηρίζει ότι η αμαρτία είναι η θέση  του υποκείμενου του  νόμου. Η αμαρτία δεν είναι το ξεπέρασμα του νόμου. Η αμαρτία είναι η μόνη δυνατή σχέση με το νόμο. Ο Μπαντιου διαχωρίζει το νομικό υποκείμενο από το υποκείμενο της σωτηρίας. Το νομικό υποκείμενο μέσω του νόμου συγκροτείται από το διαχωρισμό της ζωής και του θανάτου ο οποίος παράγεται από το νόμο. Ο νόμος διανέμει τη ζωή  στην πλευρά του θανάτου και το θάνατο στην πλευρά της ζωής.
 Με το ξεπέρασμα του νόμου και της αμαρτίας το υποκείμενο, από υποκείμενο του νόμου γίνεται το υποκείμενο της ζωής. Ένα συμβάν αλήθειας είναι απαραίτητο ώστε να γίνει αυτό.  Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στο Συμβάν αλήθειας ως «Ανάσταση». Η ανάσταση επαναδιανέμει το θάνατο και τη ζωή στους τόπους τους δείχνοντας ότι η ζωή δεν καταμβάνει τον τόπο των νεκρών.  Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η αγάπη ως καθολικός νόμος»,ο Μπαντιού τονίζει ότι το Συμβάν- Χριστός είναι η κατάργηση του νόμου, ενώ ο νόμος αποτελεί την άρνηση της Ανάστασης δηλαδή της αυτοκρατορίας του θανάτου.  Μέσα από το νόμο της αγάπης η ζωή γίνεται καθολικός νόμος. 
Στο  The ticklish subject ο Ζίζεκ κάνει μια εκτενή κριτική στον Μπαντιού και επικεντρώνεται στο απόσπασμα σχετικά με το νόμο στο Προς Ρωμαίους επιστολή  κεφ. 7 του απόστολου Παύλου. Σύμφωνα με το Ζίζεκ ο Μπαντιού διαχωρίζει ριζικά το θάνατο από την Ανάσταση. Δεν είναι το ίδιο και δεν συσχετίζονται ούτε διαλεκτικά. Εδώ ο Μπαντιού είναι αντι- εγελιανός. Δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου.  Το Συμβάν- αλήθειας δεν είναι παρά ένα ριζικά νέο ξεκίνημα. Με όρους της λακανικής ψυχανάλυσης  υπάρχει μια αποσύνδεση του Συμβάντος- αλήθειας και της ενόρμησης θανάτου. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι για τον Μπαντιού το πρόβλημα που θέτει το προς Ρωμαίους  επιστολή  κεφ. 7 είναι η διαφυγή από το νόμο και έτσι και από την ενόρμηση θανάτου.
Ο Ζίζεκ αναφερόμενος  στην ανάγνωση του Λακάν στο σεμινάριο Η ηθική της ψυχανάλυσης , υποστηρίζει ότι το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο.  Το ζήτημα δεν είναι η διαφυγή από το νόμο αλλά η διαφυγή από μια συγκεκριμένη σχέση με το νόμο. Για τον Ζίζεκ το πρόβλημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο απόστολος Παύλος είναι πώς να αποφύγει την παγίδα της διαστροφής δηλαδή έναν νόμο που παράγει την υπέρβασή του, εφόσον την χρειάζεται έτσι ώστε να θεμελιωθεί ως νόμος.  Ο όρος διαστροφή εδώ αναφέρεται σε ψυχαναλυτικό διαγνωστικό όρο του Λακάν.  Ο διαστροφικός είναι αυτός που πιστεύει ότι ξέρει τι θέλει ο Άλλος και κατευθείαν του το δίνει.  Η υστερική είναι αυτή που μέσα από αδιάκοπες ερωτήσεις  προσπαθεί να ανακαλύψει τι θέλει ο Άλλος.
Η αντίθεση μεταξύ της διαστροφής και της υστερίας είναι το σκοτεινό υπερεγώ. Σε αντίθεση με τη συνηθισμένη ερμηνεία ότι το υπερεγώ είναι ανάλογο με την ένοχη συνείδηση, ο Ζίζεκ  ακολουθώντας το Λακάν υποστηρίζει ότι το υπερεγώ υποκινεί το υποκείμενο να απολαύσει. Πέρα από κάθε ηθική απαγόρευση υπάρχει μια παρακίνηση για να παραβίασή της , προκειμένου να επιβεβαιωθεί η δύναμη του νόμου. Η ενοχή είναι ένα είδος λιβιδικής ικανοποίησης.  Το υποκείμενο του Προς Ρωμαίους επιστολή  κεφ. 7 είναι βασικά ένα υστερικό υποκείμενο που συνειδητοποιεί αυτό το μηχανισμό. Ο πειρασμός τότε είναι να πάρει κάποιος τη διαστροφική θέση, να αφήσει την βασανιστική ασάφεια και να κόψει δρόμο προς την παραβίαση την οποία τόσο επιθυμεί ο νόμος. Το πρόβλημα του απόστολου Παύλου είναι πώς θα σπάσει τον φαύλο κύκλο του Νόμου και της επιθυμίας, της απαγόρευσης και της υπέρβασής της.
Σύμφωνα με το Ζίζεκ, ο Μπαντιού δεν έχει απλά χρησιμοποιήσει τον όρο ενόρμηση θανάτου εκεί που έπρεπε να χρησιμοποιήσει τον όρο διαστροφή,  αλλά αναγνώρισε και λανθασμένα  την ενόρμηση  θανάτου ως το πρόβλημα ενώ αυτό είναι η λύση.  Η ενόρμηση θανάτου σύμφωνα με το Λακάν είναι η αποσύνδεση από τη συμβολική τάξη. Το υστερικό υποκείμενο που προσπαθεί να μάθει τι θέλει ο Άλλος  μπορεί να γίνει διαστροφικό αλλά μπορεί να καταλήξει στην γνώση ότι ο Άλλος δεν υπάρχει, ότι ο Άλλος δεν ξέρει τι θέλει από το υποκείμενο. Όταν κάποιος καταλάβει αυτή τη θέση τότε το πρόβλημα του σκοτεινού υπερεγώ που θεμελιώνεται ως ερώτηση της επιθυμίας του Άλλου (του νόμου) διαλύεται. Έτσι φαίνεται  ο Λακάν να αφήνει  χώρο για το Συμβάν αλήθειας  του Μπαντιού.  Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η αρνητικότητα της ενόρμησης του θανάτου συγκροτεί το πιστό υποκείμενο και ότι μόνο η ενόρμηση θανάτου είναι αυτή που διακρίνει ένα αυθεντικό Συμβάν. Ο Λακάν δεν υποστηρίζει έναν μεταμοντέρνο πολιτισμικό σχετικισμό. Υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός αυθεντικού Συμβάντος και ενός ομοιώματος. Η διαφορά είναι ότι σε ένα αυθεντικό Συμβάν το κενό της ενόρμησης θανάτου, η ριζική αρνητικότητα , ένα κενό που προσωρινά διακόπτει την τάξη του Είναι , συνεχίζει να αντηχεί.  Ο Μπαντιού αρνείται την αναγκαιότητα αυτού του κενού και αυτό αποτελεί την βασική φιλοσοφική του αντίθεση με τον Ζίζεκ. 

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Από τον Μπακούνιν στο Λακάν (IV)


Λακάν

Για το Λακάν το Πραγματικό είναι αυτό που καθιστά αδύνατη μια πλήρη ταυτότητα, είναι ένας τραυματικός πυρήνας της ταυτότητας. Ωστόσο η έλλειψη του Πραγματικού δεν συνιστά ουσία είναι ένα ριζικό κενό, ένας μη τόπος. Για το Λακάν το υποκείμενο είναι διχασμένο, δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τους νόμους κτλ αλλά θεμελιώνεται και από αυτό που μένει αποκλεισμένο από το πεδίο της αναπαράστασης. Έτσι όπως υποστηρίζει ο Ζίζεκ, ο Λακάν προχωρά πέρα από την αποδόμηση της υποκειμενικότητας, υποστηρίζει την αναδόμηση του υποκειμένου βασισμένη στα όρια της αδυνατότητάς του. Ο Στίρνερ θεμελιώνει ένα μη ουσιακό Εγώ, ένα Εγώ που συνιστά ριζική κενότητα, έναν μη τόπο. Εφόσον αυτή η κενότητα γίνει αποδεκτή τότε το υποκείμενο μη περιοριζόμενο από κάποια ουσία θα μπορεί να αναδομήσει τον εαυτό του και να εξερευνήσει νέες ταυτότητες. Έτσι ο Στίρνερ όπως ο Λακάν δεν απορρίπτει την υποκειμενικότητα αλλά θεωρεί ότι θεμελιώνεται σε ένα κενό και για αυτό είναι αποσπασματική και ελλιπής. Εντοπίζουμε και άλλα σημεία σύγκλισης. Ο μη άνθρωπος του Στίρνερ είναι αυτός που διαφεύγει της αναπαράστασης μπορεί να συγκριθεί με το Πραγματικό του Λακάν. Επίσης το Εγώ του Στίρνερ μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την έλλειψη ως θετική και παραγωγική όπως γίνεται με ευθύτερο τρόπο στον Ντελέζ. Εφόσον η επιθυμία βασίζεται στην έλλειψη τότε η ταυτότητα μένει ανοιχτή σε άλλες δυνατότητες. Πώς όμως μπορεί να γίνει κατανοητό το έξωθεν χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της ουσιοκρατίας; Το Πραγματικό δεν είναι έξωθεν αλλά εσωτερικά αποκλεισμένο. Δεν βρίσκεται ακριβώς έξω από τη δομή αλλά είναι απόν. Η έννοια του εσωτερικά αποκλεισμένου ή της εσωτερικής εξωτερικότητας (εκσωτερικότητα) μπορεί να μας επιτρέψει να επανακαθορίσουμε το έξωθεν.  Η έλλειψη όπως το συναναπλήρωμα του Ντεριντά είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ταυτότητας και ταυτόχρονα την αποσταθεροποιεί και επιτρέπει την αντίσταση σε αυτή.
Η λακανική σύλληψη της εξουσίας βρίσκεται σε αντίθεση με τη φουκωική. Η εξουσία δεν βρίσκεται παντού. Για να υπάρχει εξουσία πρέπει να υπάρχει ένα είδος κενού που την περιορίζει. Η λακανική ερμηνεία της εξουσίας βασίζεται στην ανάλυση για τον Νόμο. Ο Νόμος για τον Λακάν λειτουργεί μέσα από την αποτυχία λειτουργίας του. Στο κείμενο ο Καντ με τον Σαντ ο Λακάν τονίζει οτι η άρνηση της απόλαυσης που επιβάλλει ο Νόμος στην κατηγορική προσταγή, παράγει την διαστροφική απόλαυση . Ο Καντ απέτυχε να αναγνωρίσει την άλλη πλευρά του Νόμου, την αισχρή απόλαυση του Νόμου. Ο Σαντ παρουσιάζει την αισχρή απόλαυση αντιστρέφοντας το παράδειγμα. Μετατρέπει την αισχρή απόλαυση σε μια καντιανή καθολική αρχή. Ο Σαντ φανερώνει αυτή την αισχρή απόλαυση που διαποτίζει το Νόμο και βασίζεται στην αποκήρυξη αυτού του Νόμου. Αυτό το καταφέρνει μετατρέποντας την απόλαυση που αρνείται ο Νόμος στον ίδιο το Νόμο. Για το Λακάν η λειτουργία του νόμου είναι η δυσλειτουργία του, η παραγωγή ενός πλεονάσματος που αντιστέκεται σε αυτόν. Έτσι και η ταυτότητα συγκροτείται μόνον μέσα από την αδυναμία της να συγκροτηθεί ως όλο. Για το Λακάν η εξουσία δεν λειτουργεί σωστά, επιτρέποντας την υπέρβαση της, αλλά λειτουργεί εξαιτίας αυτής της αποτυχίας του. Υπάρχει μια συγκροτητική έλλειψη της εξουσίας η οποία επιτρέπει την δυνατότητα ύπαρξης ενός έξωθεν αντίστασης. Ωστόσο η αντίσταση θα είναι πάντα μη αποφασίσιμη, ενώ απειλεί την εξουσία ταυτόχρονα επιτρέπει στην εξουσία να επιτύχει μια ταυτότητα. Το Πραγματικό της εξουσίας θέτει υπό διαρκή αμφιβολία την δυνατότητα αντίστασης και της μετατροπής της σε μορφή κυριαρχίας Έτσι ενώ από τη μια υπάρχει ένα έξωθεν της εξουσίας που την επερωτά ταυτόχρονα υπάρχει και ένα έξωθεν της αντίστασης, αυτό της εξουσίας που την επερωτά.
Η κοινωνία συγκροτείται από  έναν ριζικό ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός είναι το Πραγματικό, αυτό που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί.  Ο ανταγωνισμός αποτρέπει την κοινωνία να συγκροτηθεί ως πλήρης ταυτότητα, είναι το ριζικό έξωθεν , το όριο της κοινωνίας. Το Πραγματικό λειτουργεί όπως το ντερινταϊκό συναναπλήρωμα. Από τη μια απειλεί την ταυτότητα της κοινωνίας και από την άλλη της επιτρέπει την συγκρότηση μιας ταυτότητας η οποία είναι μη πλήρης. Ο ανταγωνισμός δεν συνιστά την ουσία της κοινωνίας αλλά αυτό που αρνείται την ουσία. Η ιδέα της κοινωνίας ως πεδίου διαφορών που θεμελιώνονται από έναν ριζικό ανταγωνισμό έρχεται σε αντίθεση με την αναρχική θέση της κοινωνίας ως ουσιακής ταυτότητας που κυβερνιέται από φυσικούς νόμους. Ο λακανικός ανταγωνισμός έχει ομοιότητες με τη μηχανή πολέμου του Ντελέζ ωστόσο δεν αποκλείει την συγκρότηση της κοινωνίας όπως η μηχανή η οποία οδηγεί στην διάλυσή της σε καθαρή διαφορά και πολλαπλότητα. Κάτι τέτοιο θα επανέφερε την ουσιοκρατία, αποδίδοντας στην κοινωνία μια σταθερή ουσία, τη διαφορά. Η λακανική έννοια του κενού μας επιτρέπει να θεωρήσουν ένα έξωθεν που δεν οδηγεί στην ουσιοκρατία. Το υποκείμενο θεωρείται ως αποτυχία της συμβολοποίησης. Έτσι επιτρέπει την αντίσταση σε μια σταθερή ταυτότητα του εαυτού. Η πολιτική της αντίστασης είναι πάντα ανοιχτή σε επανερμηνείες.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Από τον Μπακούνιν στο Λακάν (ΙΙΙ)


Ντεριντά

Ο Ντεριντά επιτίθεται στον λογοκεντρισμό τον οποίο θεωρεί ότι βασίζεται στην μεταφυσική και αποτελεί θεμέλιο της εξουσίας. Καταπιάνεται με την σχέση ομιλίας και γραφής. Η ομιλία εξαρτάται από την γραφή που αποκλείει. Η γραφή είναι ένα συναναπλήρωμα της ομιλίας, είναι αποκλεισμένο από την παρουσία αλλά αναγκαία για τον σχηματισμό της ταυτότητάς της. Η έκθεση αυτής της λογικής της συναναπλήρωσης είναι μια από τις αποδομητικές στρατηγικές του Ντεριντά προεκειμένου να αντισταθεί στον λογοκεντρισμό. Η ομιλία εμφανίζεται ως αυθεντική ως προς τον εαυτό της και ως παρούσα στον εαυτό της, ενώ η γραφή φθίνει αυτή την παρουσία. Ο Ντεριντά επιχειρεί να δείξει ότι η αυθεντικότητα και η καθαρή ταυτότητα είναι πάντα υπό αμφισβήτηση, πάντα μολύνεται από αυτή που προσπαθεί να αποκλείσει. Σύμφωνα με αυτή τη λογική καμία ταυτότητα δεν είναι πλήρης ή καθαρή. Συγκροτείται από αυτό που την απειλεί. Ο Ντεριντά δεν αρνείται την ταυτότητα ή την παρουσία αλλά θέλει να τονίσει ότι η παρουσία ποτέ δεν είναι τόσο καθαρή όσο φαίνεται. Είναι πάντα ανοιχτή στον άλλο και πάντα μολύνεται από αυτόν. Ο Newman βασισμένος σε αυτή τη λογική θέτει το ερώτημα αν η εξουσία είναι το συναναπλήρωμα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας όπως η γραφή είναι το συναναπλήρωμα της ομιλίας. Ίσως η εξουσία είναι κάτι που συγχρόνως απειλεί αλλά  και είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Ο Ντεριντά επιτίθεται στην ουσιοκρατία. Η εξουσία για αυτόν είναι μη σταθερή και τυχαία. Ο λογοκεντρισμός επιβάλλει ιεραρχικές δυαδικές σχέσεις όπου ο ένας όρος θεωρείται κατώτερος από τον  άλλο. Ωστόσο ο Ντεριντά δεν θέλει απλά την αναστροφή αυτόν τον όρων για παράδειγμα η γραφή να καταλάβει την θέση της ομιλίας. Η αναστροφή των δυαδικών όρων αφήνει τον ιεραρχικό τους διαχωρισμό ανέπαφο. Η επανάσταση ή αναστροφή δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον τόπο της εξουσίας στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από αυτή. Έτσι οι μαρξιστές επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το αστικό κράτος με το εργατικό κράτος ή οι αναρχικοί επιτιθέμενοι στο κράτος επιδιώκουν να υποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους με μια νέα λογική της  εξουσίας βασισμένη στην ανθρώπινη ουσία. Η αναστροφή της ιεραρχίας είναι μια επανεγγραφή της εξουσίας με διαφορετική αμφίεση, στην περίπτωση του αναρχισμού συναντάμε μια ανθρωπιστική αμφίεση. Ο Ντεριντά προτείνει τον μετασχηματισμό της δυαδικής ιεραρχίας και όχι την απλή αναστροφή της, με την μετατόπιση των όρων της. Ο Φουκώ με την αναφορά στα σώματα και τις απολαύσεις αλλά και ο Ντελέζ – Γκουατταρί με την έμφαση στην επιθυμία πέφτουν στην παγίδα της ουσιοκρατίας ενώ ο Ντεριντά όχι. Ο Ντεριντά επιλέγει ένα πολεμικό μοντέλο για να διακρίνει την ετερογένεια, τους ανταγωνισμούς και τις απουσίες πίσω από το προσωπείο της ολότητας. Αυτή η στρατηγική ονομάζεται από τον Ντεριντά, διαφωρά για να διακριθεί από την απόλυτη διαφορά  της ουσιοκρατίας. Είναι μια διαφορά ή μια κίνηση διαφορών που η ταυτότητά τους είναι πάντα ασταθής και ποτέ απόλυτη. Η διαφωρά αναφέρεται ως μια δομή ή υποδομή. Έτσι βασίζεται σε μια ενότητα βασισμένη στη δικιά της μη ενότητα, συγκροτείται από τα ίδια τα όριά της. Η δομή αυτή κυβερνείται από την αρχή του αναποφάνσιμου, δεν επιβεβαιώνει ούτε αρνείται την ταυτότητα αλλά παραμένει στην κατάσταση του αναποφάνσιμου μεταξύ των δυο. Το αναποφάνσιμο της δομής δεν έχει στόχο να επιβεβαιώσει την απουσία ή την παρουσία, την διαφορά ή την ταυτότητα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα πέφταμε στην παγίδα του τόπου. Η αντιστροφή της τάξης θα σήμαινε απλά την θεμελίωση μιας άλλης τάξης. Το αναποφάνσιμο του πολεμικού μοντέλου του Ντεριντά δεν επιβεβαιώνει κανέναν από τους δυαδικούς όρους.
Ο Ντεριντά υποστηρίζει ότι η αποδόμηση δεν θεμελιώνεται  ούτε στον τόπο του λογοκεντρισμού αλλά ούτε και στον τόπο της αντίστασης. Η αποδόμηση λειτουργεί ως ένα μονοπάτι μεταξύ των δύο τόπων. Η αποδόμηση όπως υποστηρίζει ο Caputo είναι μια στρατηγική υπευθυνότητας προς τον αποκλεισμένο άλλο. Αντίθετα με την ερμηνευτική η οποία προσπαθεί να αφομοιώσει τη διαφορά στην τάξη του ίδιου, του Είναι, η αποδόμηση επιδιώκει να ανοίξει έναν χώρο για τη διαφορά. Η αποδόμηση δεν είναι η απόρριψη της ηθικής αλλά η επαναξιολόγησή της. Οι ηθικές αρχές δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτες ή καθαρές, πάντα μολύνονται από αυτό που αποκλείουν. Το καλό επιμολύνεται από το κακό, η λογική από το άλογο.
Ο Ντεριντά υποστηρίζει ότι η αυθεντία του νόμου είναι αμφισβητήσιμη και κατά ένα μέρος παράνομη. Αυτό συμβαίνει επειδή η αυθεντία του νόμου που θεμελιώνει τον νόμο, νομιμοποιείται αφού ο νόμος θεμελιωθεί. Έτσι η αυθεντία πάνω στην οποία βασίζεται ο νόμος είναι εκτός νόμου αφού προϋποτίθεται του νόμου. Έτσι η θεμελίωση του νόμου είναι πράξη άνομη και βίαιη. Ο Ντεριντά σε αντίθεση με τους αναρχικούς δεν δέχεται την αντίθεση μεταξύ του τεχνητού νόμου και του φυσικού νόμου. Για τον Ντεριντά ο φυσικός νόμος δεν είναι καθαρός αλλά είναι επιμολυσμένος από τον τεχνητό. Έτσι υποστηρίζει ο Newman ο τεχνητός νόμος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναναπλήρωμα του φυσικού νόμου. Η αποδόμηση επερωτά την αυθεντία του νόμου, αποκαλύπτει την βίαιη θεμελίωσή του. Για να αποφύγει ωστόσο κανείς να επαναθεμελιώσει τον νόμο πρέπει να διακρίνει τον νόμο (δίκαιο) από τη δικαιοσύνη. Το δίκαιο για τον Ντεριντά είναι η γενική εφαρμογή ενός κανόνα ενώ η δικαιοσύνη είναι το άνοιγμα του δίκαιου στον άλλο. Η δικαιοσύνη υπάρχει σε μια σχέση ετερότητας με το δίκαιο, ανοίγει τον λόγο του δίκαιου στο έξωθεν. Για τον Ντεριντά η δικαιοσύνη σε αντίθεση με το δίκαιο δεν είναι αποδομήσιμη. Ωστόσο κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί ότι εφόσον η δικαιοσύνη δεν είναι αποδομήσιμη, μήπως κρύβεται κάποια ουσία από πίσω, η οποία αντιτίθεται στην αντι -ουσιοκρατική προσέγγιση της αποδόμησης. Στον Ντεριντά απουσιάζει μια πλήρη εννοιολόγηση αυτού του έξωθεν με αποτέλεσμα να  κινδυνεύει να υποπέσει στην παγίδα της ουσιοκρατίας. Για τον Ντεριντά η δικαιοσύνη εκτελεί μια μετατόπιση του δίκαιου. Η δικαιοσύνη έχει μια ηθική διάσταση εφόσον υπονοεί ελευθερία και υπευθυνότητα για τις πράξεις μας. Η δικαιοσύνη είναι η εμπειρία του αδύνατου επειδή υπάρχει σε μια κατάσταση αναβολής και μη απόφασης. Είναι πάντα μη μετρήσιμη, είναι υπόσχεση αυτού που θα έρθει και που δεν πρέπει να επιτευχθεί γιατί τότε θα σταματούσε να είναι δικαιοσύνη και θα γινόταν δίκαιο.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Από τον Μπακούνιν στο Λακάν (ΙΙ)

Ντελέζ και Γκουατταρί
 
Η αναφορά του Φουκώ σε παραδείγματα αντίστασης (όπως για παράδειγμα στα σώματα και τις απολαύσεις)  πέφτουν σε αυτό που ήθελε να αποφύγει, την ουσιοκρατία και τον θεμελιωτισμό. Ο Ντελέζ και Γκουατταρί αναλαμβάνουν να συνεχίσουν την συζήτηση  από εκεί που την άφησε ο Φουκώ. Ωστόσο με την έμφασή τους στην επιθυμία ως πρότυπο αντίστασης εκλαμβάνουν την επιθυμία ως εξωτερική της εξουσίας. Έτσι  επιβεβαιώνουν την ουσιοκρατία που ήθελαν να καταρρίψουν. Σύμφωνα με τους Ντελέζ και Γκουατταρί το κράτος θεωρείται μια αφηρημένη μορφή, μια αφηρημένη μηχανή η οποία οργανώνει τις οικονομικές ροές σε έναν τρόπο παραγωγής. Έτσι θεωρούν ότι το κράτος είναι αυτό που οργανώνει τον τρόπο παραγωγής και όχι το αντίθετο όπως υποστηρίζουν οι μαρξιστές. Η επιθυμία δεν καταπιέζεται πάντα από το κράτος αλλά πολλές φορές χρησιμοποιείται από αυτό. Οι άνθρωποι μπορούν να επιθυμούν την καταδυνάστευσή τους ή μπορούν να επιθυμούν την ελευθερία τους. Το να επιθυμεί κάποιος την καταδυνάστευση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πέφτει θύμα κάποιας ιδεολογικής παγίδας ή ότι υποφέρει από ψευδή συνείδηση. Η υποδούλωση και η καταπίεση  είναι μέρος της επιθυμίας μας. Έτσι η πολιτική πράξη εναντίον του κράτους σημαίνει να ξεφορτωθούμε την επιθυμία μας για υποδούλωση και καταπίεση, διαφορετικά η αντίσταση θα έχει ως αποτέλεσμα να επανα-επιβεβαιώνει τον τόπο της εξουσίας.
Για τους Ντελέζ και Γκουατταρί η επιθυμία καναλιζάρεται προς το κράτος μέσα από την αυτόβουλη καθυπόταξη στην οιδιπόδεια αναπαράσταση και την ψυχανάλυση. Ο Οιδίποδας έχει μετατραπεί στην καινούργια αφηρημένη μηχανή του κράτους. Η ψυχανάλυση θεωρείται ως η νέα εκκλησία στην οποία πρέπει να θυσιάσουμε τους εαυτούς μας  όχι πια στον θεό αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι οι τελευταίοι παπάδες και η ψυχανάλυση δηλητηριάζει την μοντέρνα συνείδηση, καθορίζοντας την επιθυμία μέσα από τον λόγο του Οιδίποδα. Η οιδιπόδεια αναπαράσταση δεν καταπιέζει την επιθυμία αλλά την δομεί με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να θεωρείται καταπιεσμένη, ή προϊόν κάποιας αρνητικότητας, ενοχής ή έλλειψης. Για τον Ντελέζ και Γκουατταρί η επιθυμία δεν έχει να κάνει με την έλλειψη όπως στον Λακάν αλλά είναι παραγωγική και θετική. Η έλλειψη είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας και όχι η αιτία της. Η επιθυμία πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια της παραγωγής, αυτό που ονομάζουν παραγωγή της επιθυμίας. Η επιθυμία παράγει το κοινωνικό. Η ψυχανάλυση είναι αντιπαραγωγική , επιδιώκει τον έλεγχο της παραγωγής κάτω από το κράτος. Η επιθυμία θεωρείται επαναστατική επειδή απαιτεί συνεχώς νέες συνδέσεις και συναρμογές με άλλες επιθυμίες, με το κοινωνικό. Ο Οιδίποδας κόβει όλες τις πιθανές διασυνδέσεις εγκλωβίζοντας το υποκείμενο. Η υποκειμενικότητα για τον Ντελέζ και Γκουατταρί δεν είναι τόπος αλλά διαδικασία, το να γίνεις. Το να γίνεις είναι μια διαδικασία μεταξύ δύο οντοτήτων , μια διαδικασία συναρμογής και σύνδεσης. Η αντίσταση στο κράτος σημαίνει να αρνηθούμε το ποιοι είμαστε και να γίνουμε άλλοι. Η έννοια του υποκειμένου ως το να γίνεις είναι παρόμοια με την έννοια του εγώ του Στίρνερ. Για τον Στίρνερ το εγώ είναι ένα ριζικό κενό που βρίσκεται σε μια συνεχής διαδικασία αλλαγής. Δεν αποτελεί μια αναγνωρίσιμη ενότητα ή τόπο αλλά είναι μη τόπος, πολλαπλότητα ή διαδικασία. Αυτό ο Ντελέζ το ονομάζει σώμα χωρίς όργανα. Αυτή η ανάλυση της υποκειμενικότητας αντιτίθεται στην ιδέα της αντίστασης ως τόπου. Δεν μπορεί να υπάρξει τόπος αντίστασης όπως πίστευαν οι αναρχικοί επειδή είναι θεμελιωδώς ασταθής και επειδή μπορεί να δημιουργήσει σχέσεις κυριαρχίας εκτός από αντίστασης. Έτσι δεν υπάρχει η μανιχαϊκή, αναρχική διάκριση μεταξύ αντίστασης και κράτους. Το ρίζωμα αποτελεί ένα είδος μοντέλου που αναφέρεται στην πολλαπλότητα των συνδέσεων, αποκεντρωμένο και πλουραλιστικό. Χαρακτηρίζεται από μια ριζική ανοιχτότητα, σε ένα έξω. Έχει 4 χαρακτηριστικά: σύνδεση, πολλαπλότητα, ετερογένεια και τομή.
Το ρίζωμα είναι ένα μοντέλο που απορρίπτει δυαδικούς διαχωρισμούς και ιεραρχίες.  Η μηχανή πολέμου αποτελεί για τον Ντελέζ μια απόλυτη εξωτερικότητα χωρίς όμως να οδηγεί στην ουσιοκρατία. Η μηχανή πολέμου είναι μια εικόνα της σκέψης, μια ιδέα χωρίς αντικείμενο. Αποτελεί έναν μη τόπο που δημιουργείται από την έλλειψη ουσίας και για αυτό διαφεύγει του κράτους. Το κράτος λειτουργεί μέσα από δυαδικές μηχανές ενώ η πολεμική μηχανή είναι μια έννοια που είναι εξωτερική του κράτους. Το κράτος και η πολεμική μηχανή αντιτίθενται αλλά όχι διαλεκτικά. Η πολεμική μηχανή αποτελεί το εξωτερικό του κράτους δηλαδή αυτό που διαφεύγει της σύλληψης του κράτους. Ο Ντελέζ γράφει « όπως ο Χομπς είδε καθαρά ότι το κράτος είναι εναντίον του πολέμου  έτσι και ο πόλεμος είναι εναντίον του κράτους και το καθιστά αδύνατο. Η αντίσταση πλέον γίνεται κατανοητή με όρους πολέμου: πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, ένας διαρκής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Ωστόσο η πολεμική μηχανή των Ντελέζ- Γκουαταρί έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της επιθυμίας. Ενώ η πολεμική μηχανή απορρίπτει την ουσία, η επιθυμία φαίνεται να έχει ουσιοκρατική ή μεταφυσική σημασία. Η επιθυμία είναι επαναστατική και καταπιέζεται από το κράτος. Έτσι όμως καταλήγουν σε μια  μανιχαϊστική αντίληψη παρόμοια με αυτή του  αναρχισμού. Η έννοια της επιθυμίας είναι μεταφυσική επειδή αυτή θεωρείται εγγενώς επαναστατική, ότι έχει μια θεμελιώδη φύση, ουσία ή προθετικότητα. Η επιθυμία παρουσιάζεται ως  παραγωγική και δημιουργική και όχι καταπιεσμένη και χειραγωγημένη. Αυτό που αναζητείται είναι μια μη ουσιοκρατική προσέγγιση της αντίστασης. Στον Στίρνερ, Φουκώ, Ντελέζ και Γκουατταρί η ουσιοκρατία εισβάλει ως το Εξωτερικό στην θεωρία τους.